- αὐτοσοφία
- αὐτοσοφίᾱ , αὐτοσοφίαvery wisdomfem nom/voc/acc dualαὐτοσοφίᾱ , αὐτοσοφίαvery wisdomfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐτοσοφίᾳ — αὐτοσοφίᾱͅ , αὐτοσοφία very wisdom fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσοφίας — αὐτοσοφίᾱς , αὐτοσοφία very wisdom fem acc pl αὐτοσοφίᾱς , αὐτοσοφία very wisdom fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσοφίαν — αὐτοσοφίᾱν , αὐτοσοφία very wisdom fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԻՆՔՆԻՄԱՍՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0862 Chronological Sequence: 8c գ. αὑτοσοφία . նոյն ինքն իմաստութիւն. բուն իմաստութիւն. *Որպէս զիմաստուն, որպէս զինքնիմաստութիւն օրհնաբանեսցուք (զաստուած. Դիոն. ածայ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)